- κνίζω
- (AM κνίζω)νεοελλ.προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμαμσν.-αρχ.1. ξύνω2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχήαρχ.1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ.β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ», Πίνδ.γ. «Ξέρξην ἐκνιζε ἡ Ἀρταβάνου γνώμη», Ηρόδ.)2. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ («τοῡ δ' ἄρ' ὀργάν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι», Πίνδ.)3. προσβάλλω («καὶ μὴν μὰ τὸν Δί' οὐ κατ' ἔπος γέ σου κνίσω», Αριστοφ.)4. δυσαρεστώ, κάνω κάποιον να λυπηθεί5. μεσ. κνίζομαιγαργαλιέμαι («τὰ δὲ παιδία... οὐδὲ κνιζόμενα τὰ πολλὰ αἰσθάνεται», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. κνῐζω σχηματίστηκε από το θ. τού αορ. κνῐσ-. Οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών καθιστούν δυνατή την αναγωγή τού τελευταίου σε *knid- (πρβλ. λιθουαν. knidt «κατατρώγω», μσν. ιρλδ. kned «πληγή) είτε σε knit- (πρβλ. λιθουαν. kni-n-tu, knis-ti «ξύνω, γαργαλώ») είτε σε knis (πρβλ. λιθουαν. knis-u «σκαλίζω, ανασκάπτω»), με πιθανότερη εκδοχή την πρώτη (πρβλ. και ελλ. κνῑδη, παρά το μακρό -ι-, καθώς και το κνίσα). Συνδέεται επίσης με το κνῶ* (βλ. και λ. κνίφος).ΠΑΡ. κνισμόςαρχ.κνις, κνίσμα.ΣΥΝΘ. αρχ. αποκνίζω, διακνίζω, επικνίζω, κατακνίζω, περικνίζω, προκατακνίζω, υποκνίζω].
Dictionary of Greek. 2013.